-τροφός

-τροφός
β' συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ- τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε -τρόφος είναι αντικειμενικά με α' συνθετικό ουσιαστικό και σημαίνουν αυτόν που τρέφει, που ταΐζει, που μεγαλώνει το δηλούμενο από το α' συνθετικό (πρβλ. ορνιθο-τρόφος, ιππο-τρόφος). Τα προπαροξύτονα σύνθ. σε -τροφος έχουν παθητική σημ. και σημαίνουν αυτόν που τρέφεται με τον τρόπο που δηλώνει το α' συνθετικό (πρβλ. οικό-τροφος, ετερό-τροφος). Από τα σύνθ., τέλος, σε -τρόφος / -τροφος έχουν σχηματιστεί μετονοματικά ρ. σε -τροφώ (πρβλ. ἱππο-τροφῶ) και παρ. ουσ. σε -τροφία (πρβλ. ιππο-τροφία, κτηνο-τροφία, υπο-τροφία).Παραδείγματα σύνθ. σε -τρόφος: βρεφοτρόφος, θηριοτρόφος, ιπποτρόφος, ιχθυοτρόφος, κτηνοτρόφος, ορνιθοτρόφος, ορφανοτρόφος, χηνοτρόφος
αρχ.
αγελητρόφος, ανθοτρόφος, βοοτρόφος, γηροτρόφος, ερωτοτρόφος, ζευγοτρόφος, καρποτρόφος, λαοτρόφος, λωτοτρόφος, οινοτρόφος, παιδοτρόφος, παντοτρόφος, πυριτρόφος, τεκνοτρόφος, φυτοτρόφος, ψυχοτρόφος
νεοελλ.
αγελαδοτρόφος, μελισσοτρόφος.Παραδείγματα σύνθ. σε -τροφος: ετερότροφος, οικότροφος, σύντροφος, υπότροφος
αρχ.
αμμότροφος, άτροφος, αυξίτροφος, γυναικότροφος, εύτροφος, νεότροφος, ολιγότροφος, ορείτροφος, παράτροφος, πελαγότροφος, πηλότροφος, πολύτροφος, υγρότροφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τροφός — feeder masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροφός — η / τροφός, ὁ και ἡ, ΝΜΑ, και τροφόν, τὸ, Α (κυρίως το θηλ.) αυτή που έχει αναλάβει τον θηλασμό ξένου βρέφους, παραμάννα αρχ. 1. (κυρίως το θηλ. και σπαν. το αρσ.) αυτός που τρέφει, που ανατρέφει κάποιον 2. (στους Αττικούς συγγραφείς) η μητέρα 3 …   Dictionary of Greek

  • τροφός — η γυναίκα που θηλάζει ξένο βρέφος, παραμάνα, βυζάχτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροφοί — τροφός feeder masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροφούς — τροφός feeder masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροφέ — τροφός feeder masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροφῷ — τροφός feeder masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροφόν — τροφός feeder masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ζωοτρόφος — (I) ζωοτρόφος, ον (Α) (για το γάλα) ζωοποιός, θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος, κτηνο τρόφος]. (II) ο (Α ζῳοτρόφος, ον) αυτός που τρέφει ζώα, που παράγει και συντηρεί ζώα, κτηνοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”